Κουρλός : Τρελός.
Κουρλαίνομαι : Τρελαίνομαι.
bατσελάρω : Τρελαίνομαι
Σbαλιάρω : Τρελαίνομαι, μου στρίβει. Επίσης, κάνω λάθος.
Γλυκί : Σεληνιασμός (πχ "τον έπιασε το γλυκί του", δλδ σεληνιάστηκε). Μεταφορικώς, σημαίνει τον μεγάλο θυμό ή ότι κάποιος είναι νευρικός.
Γλυκιασμένος : Σεληνιασμένος, επιληπτικός (πχ "είναι γλυκιασμένος και κάθε τόσο τονε πιάνει").
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου