Η απαρχή της φραγκικής κατάκτησης στα νησιά της Κεφαλλονιάς, της Ζακύνθου και της Ιθάκης συνδέεται με την προσωπικότητα του πανίσχυρου πειρατή (archipirata, princeps piratarum, ο των τότε κατά θάλατταν πειρατών κράτιστος) και αμιρά του σικελικού στόλου Μαργαρίτου (Margaritore) ή Μεγαρείτη, γνωστού στους χρονογράφους του τέλους του 12ου αιώνα. Αυτός ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα ως έμπιστος του Γουλιέλμου Β', νορμανδού βασιλιά της Σικελίας. Ο ίδιος υπογράφει σε ελληνική γλώσσα, ως Μαργαρίτος Βρεντεσίνος αμιράς κόμης Μελιτήιος, σε λατινικά έγγραφα του 1192 και 1193. Ανεξάρτητα από την αδιευκρίνιστη καταγωγή του Μαργαρίτου, είναι βέβαιο ότι ο Γουλιέλμος, μετά τη νορμανδική επιδρομή του 1185 εναντίον των βυζαντινών επαρχιών, του παραχώρησε τις νέες νορμανδικές κτήσεις στο Ιόνιο, σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών που είχε προσφέρει στους Νορμανδούς.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1195, ο Μάιος (Mahius) ή Ματθαίος Orsini, γόνος πιθανώς σικελικού κλάδου της οικογένειας των παλατίνων κομήτων της Ρώμης διαδέχθηκε το Μαργαρίτο στην ηγεμονία των νησιών του Ιονίου. Για να διασφαλίσει τη θέση του, ο Ματθαίος αναγνώρισε αρχικά την επικυριαρχία της Βενετίας και του πάπα και αργότερα του ηγεμόνα της Αχαΐας. Την ίδια επίσης περίοδο τοποθετείται η κατάργηση της ορθόδοξης επισκοπής των νησιών, η πλήρωση των επισκοπικών θρόνων από Λατίνους και η εφαρμογή του φεουδαρχικού συστήματος. Ο διάδοχος του Ματθαίου Ριχάρδος, ο "υψηλότατος και κυριώτατος κόντης Ρεκιάρδος του παλατίου και αυθέντης Κεφαλληνίας, Υακίνθου και Ιθάκης", επικύρωσε το 1264 τα κτήματα της λατινικής επισκοπής Κεφαλλονιάς. Στη διάρκεια της ηγεμονίας του φράγκου αυτού κυριάρχου, η Κεφαλλονιά είχε γίνει άσυλο πειρατών.
Η οικογένεια Orsini δεν περιορίσθηκε μόνο στην κυριαρχία των νησιών του Ιονίου, αλλά κατέλαβε στις αρχές του 14ου αιώνα και την Ήπειρο, προσθέτοντας με αυτό τον τρόπο στον τίτλο της και αυτόν του δεσπότη. Μέλη της ασπάσθηκαν το ορθόδοξο δόγμα και νυμφεύθηκαν Ελληνίδες. Ο Ιωάννης Α' Orsini ανακαίνισε το ναό της Παρηγορήτισσας στην Άρτα και παρήγγειλε τη μεταγραφή του Ομήρου σε απλή ελληνική γλώσσα. Μετά το θάνατο του Ιωάννη Β' Orsini το 1335, τα νησιά καταλήφθηκαν από τους Ανδεγαυούς, οι οποίοι ως ηγεμόνες της Αχαΐας τα είχαν ως τότε στην επικυριαρχία τους.
Η ανδεγαυική κατοχή κράτησε ως το 1357, οπότε η ελληνική αυτή περιοχή παραχωρήθηκε στην ιταλική οικογένεια των Τόκκων (Tocchi), που διατήρησε την εξουσία για περισσότερο από έναν αιώνα και εξασφάλισε την ενότητα στη διοίκηση των τριών αυτών νησιών του Ιονίου. Το 1357, ο Ροβέρτος του Τάραντα παραχώρησε στο διοικητή της Κέρκυρας Λεονάρδο Α' Tocco -γιο του Γουλιέλμου- την Κεφαλλονιά, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη ως αμοιβή για τις εκδουλεύσεις που του είχε προσφέρει στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του από το βασιλιά της Ουγγαρίας.
Μετά την επέκταση της κυριαρχίας του και στη Λευκάδα, ο Λεονάρδος Α' Tocco επιχείρησε να ισχυροποιήσει τη θέση του έναντι της Βενετίας, του πάπα, των Ανδεγαυών αλλά κυρίως των Αλβανών της Ηπείρου, συνάπτοντας συγγενικούς δεσμούς με τη φλωρεντινή οικογένεια των Acciaiuoli.
Η πολιτική αυτή απέδωσε στην οικογένεια των Τόκκων αυξανόμενη δύναμη, η οποία έφθασε στο αποκορύφωμά της κατά το 15ο αιώνα με την επέκτασή της στην ηπειρωτική ακτή, μετά την κατάληψη από τον Κάρολο Α' Tocco των Ιωαννίνων (1411) και της Άρτας (1416). Αυτός έλαβε τον τίτλο του δεσπότη από το βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο και συνέχισε τη βυζαντινή παράδοση. Έχοντας ως έδρα άλλοτε τα νησιά του Ιονίου και άλλοτε τις κτήσεις στη Στερεά, η δυναστεία των Tόκκων επιχείρησε να προσεταιρισθεί τους πληθυσμούς παραχωρώντας στους άρχοντες, σύμφωνα με το Χρονικό των Τόκκων, "κληρονομιές", "κτήματα", "κρατήματα" και "προνοίες". Ακολουθώντας ανάλογη πολιτική και στο θρησκευτικό τομέα, ο Λεονάρδος Γ' (1448-1481), τελευταίος της δυναστείας των Τόκκων, επανέφερε τον ορθόδοξο επισκοπικό θρόνο της Κεφαλλονιάς που είχε καταργηθεί από τους Orsini.
Η Βενετία δεν ήταν ευχαριστημένη με την αυξανόμενη επιρροή των Τόκκων. Η κατάλυση του δουκάτου των Τόκκων από τους Τούρκους (1479) έδωσε τη δυνατότητα στη Γαληνοτάτη να παρέμβει αποφασιστικά στο Ιόνιο. Με τη συνθήκη του 1484 κατόρθωσε να αποσπάσει τη Ζάκυνθο και αργότερα, το 1500, την Κεφαλλονιά και την Ιθάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου